φρακοφόρος

φρακοφόρος
ο
αυτός που φοράει φράκο (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με βελάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρακοφόρος — ο, Ν 1. αυτός που φορεί φράκο 2. ειρων. νεκροπομπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράκο + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”